- καταλείφω
- намазываю
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
καταλείφω — (AM) 1. αλείφω εντελώς, σκεπάζω τελείως με αλοιφή 2. βάζω αλοιφή 3. επιχρίω με πηλό … Dictionary of Greek
αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα … Dictionary of Greek
κατάλειπτος — κατάλειπτος, ον (Α) [καταλείφω] αλειμμένος με μεγάλη ποσότητα αλοιφής ή μύρου («κατάλειπτος σμύρνῃ») … Dictionary of Greek
καταλιφή — καταλιφή, ἡ (Α) αμμοκονίαση, σοβάντισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταλείφω. Ο τ. ἀ λιφ ή, παράλληλος τού ἀλοιφή, εμφανίζει μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *lei bh , αν δεν πρόκειται απλώς για ορθογραφικό σφάλμα] … Dictionary of Greek
προσκαταλείφω — Α αλείφω εντελώς κάτι ακόμη («πηλῷ προσκαταλείψαντες εντίκτουσιν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καταλείφω «αλείφω εντελώς»] … Dictionary of Greek